Αρχική Σελίδα
ΣΥΝΘΕΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Αρχική Σελίδα I Συχνές Ερωτήσεις I Χρήσιμες Συνδέσεις I Site Map I Επικοινωνία
ΝΕΦΡΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ     ΚΥΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΝΟΣΟΙ 
Αποστολή με emailΕκτυπώσιμη μορφή
ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ

Πείτε μας τη γνώμη σας για το νέο site του Νεφρολογικού Ιατρείου Πάτρας

Πολύ καλό
Καλό
Χρειάζεται βελτιώσεις
ΔΞ / ΔΑ
ΑΥΤΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΗ ΠΟΛΥΚΥΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ

Τι είναι η αυτοσωματική υπολειπόμενη πολυκυστική νόσος των νεφρών (ARPKD), ποια η συχνότητά της και ποιο το υπεύθυνο γονίδιο;

Ποιες είναι οι νεφρικές εκδηλώσεις της νόσου;

Πως εκδηλώνεται η ηπατική προσβολή στην ARPKD;

Ποιοι περιορισμοί υπάρχουν στην προγεννητική διάγνωση της νόσου;


Η αυτοσωματική υπολειπόμενη πολυκυστική νόσος των νεφρών (ARPKD, Autosomal Recesive Polycystic Kidney Disease) χαρακτηρίζεται από την πρώιμη εμφάνιση αμφοτερόπλευρων νεφρικών κυστών και συγγενούς ηπατικής ίνωσης. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις συνυπάρχει και σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια άμεσα μετά τον τοκετό λόγω περιορισμού στην έκπτυξη των πνευμόνων από τους ευμεγέθεις νεφρούς ή λόγω συνυπάρχουσας υποπλασίας των πνευμόνων (σύνδρομο Potter).

Η επίπτωσή της νόσου είναι 1/10.000 γεννήσεις, πρόκειται δηλαδή για σπανιότερη διαταραχή σε σύγκριση με την αυτοσωματική επικρατούσα πολυκυστική νεφρική νόσο.

Το υπεύθυνο για τη διαταραχή αυτή γονίδιο έχει εντοπισθεί στο χρωμόσωμα 6, στη θέση p21 και το προϊόν της έκφρασης του γονιδίου αυτού είναι η πρωτεΐνη fibocystin/ polyductin, η οποία εκφράζεται κυρίως στα αθροιστικά σωληνάρια και το παχύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Δεν είναι γνωστή, όμως, η λειτουργία της και το πως μια διαταραχή στο γονίδιό της οδηγεί στο φαινότυπο της αυτοσωματικής υπολειπόμενης πολυκυστικής νόσου των νεφρών.  

Η νόσος από τους νεφρούς εκδηλώνεται στην νεογνική ή τη βρεφική ηλικία αν και υπάρχει σημαντική ετερογένεια στη βαρύτητα και το χρόνο εμφάνισης των κλινικών ευρημάτων. Χαρακτηρίζεται από αύξηση του μεγέθους των νεφρών από την παρουσία πολυάριθμων μικρού μεγέθους κυστών. Οι κύστες προέρχονται από διάταση των αθροιστικών σωληναρίων. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις διαπιστώνεται μεγάλη αύξηση του μεγέθους των νεφρών από το τρίτο τρίμηνο της κύησης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι νεφροί αυξάνονται σε μέγεθος μετά τη γέννηση και κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Εφ' όσον επιβιώσει το παιδί, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησης του μεγέθους των νεφρών μετά την προσχολική ηλικία και αυτό πιθανόν οφείλεται στη σταδιακή ανάπτυξη διάμεσης νεφρικής ίνωσης. 

Η συχνότερη κλινική εκδήλωση είναι η υπέρταση, η οποία μπορεί να εμφανιστεί στη νεογνική ηλικία και να είναι τόσο σοβαρή ώστε να απειλεί τη ζωή του νεογνού. Σημαντική διαταραχή στην ικανότητα συμπύκνωσης και αραίωσης των ούρων μπορεί να εμφανιστεί πρώιμα και να προκαλέσει σοβαρές ηλεκτρολυτικές διαταραχές, διαταραχές στην οξεοβασική ισορροπία και αφυδάτωση. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η ετερόπλευρη ή ακόμα και αμφοτερόπλευρη νεφρεκτομή στη νεογνική ηλικία, όταν το μέγεθος των νεφρών είναι τέτοιο που επηρεάζει σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία ή τη θρέψη του νεογνού. Σε περίπτωση αμφοτερόπλευρης νεφρεκτομής η υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας γίνεται κατά προτίμηση με περιτοναϊκή κάθαρση.

Αν δεν απαιτηθεί αμφοτερόπλευρη νεφρεκτομή και αντιμετωπισθούν επιτυχώς οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι διαταραχές όγκου και η μεταβολική οξέωση, το νεογνό επιβιώνει χωρίς υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας και αναπτύσσεται ικανοποιητικά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αργότερα, στην παιδική ηλικία, εμφανίζεται νεφρική ανεπάρκεια που οδηγεί σε αναιμία, οστεοδυστροφία και διαταραχή στη φυσιολογική ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής του παιδιού.

Κατάληξη σε νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου παρατηρείται συνήθως στην ηλικία των 15 ετών αν και αναφέρονται περιπτώσεις με πολύ ταχύτερη εξέλιξη. Δεν είναι σπάνιες, ωστόσο, οι περιπτώσεις που η νεφρική προσβολή είναι ηπιότατη και δεν εξελίσσεται σε νεφρική ανεπάρκεια ή η εξέλιξη συμβαίνει πολύ οψιμότερα, μετά την ενηλικίωση. Η υποκατάσταση της νεφρικής ηλικίας στην παιδική ηλικία μπορεί να γίνει είτε με αιμοκάθαρση είτε με περιτοναϊκή κάθαρση. Η μέθοδος εκλογής, όμως, είναι η μεταμόσχευση νεφρού.

Χαρακτηριστική της νόσου είναι η προσβολή του ήπατος, η οποία συχνά αποτελεί και τη σοβαρότερη και σε ορισμένες περιπτώσεις τη μοναδική κλινική εκδήλωση της νόσου. Συνήθως εμφανίζεται ως συγγενής ηπατική ίνωση με ή χωρίς δυσγενεσία των χοληφόρων.. Παρατηρείται μη αποφρακτικής αιτιολογίας διάταση των χοληφόρων, κατάσταση ανάλογη με αυτή που χαρακτηρίζει το σύνδρομο Caroli. Υποπλασία κλάδων της πυλαίας και ίνωση περί τις κεντρικές φλέβες μπορεί να εμφανιστεί.

Η προσβολή του ήπατος εκδηλώνεται με επεισόδια χολαγγειϊτιδας (επί διάτασης των χοληφόρων) και πυλαία υπέρταση. Η πυλαία υπέρταση μπορεί να οδηγήσει σε υπερσπληνισμό και σημαντική θρομβοπενία και λευκοπενία. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί σπληνεκτομή, ιδίως πριν από μεταμόσχευση νεφρού, λόγω του κινδύνου λοίμωξης ή αιμορραγίας. Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις εμφανίζονται κιρσοί οισοφάγου που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή αιμορραγία. Η αντιμετώπιση συνίσταται στη δημιουργία πυλαιοσυστηματικής παράκαμψης.  

Σε περιπτώσεις κληρονομικής προδιάθεσης (φορεία και στους δύο γονείς, οπότε υπάρχει 25% πιθανότητα εμφάνισης της νόσου σε κάθε τέκνο  και 50%  πιθανότητα φορείας) η διάγνωση μπορεί να γίνει, με σχετική ασφάλεια (80%), υπερηχογραφικά πριν τη γέννηση του παιδιού. Ωστόσο η μεγάλη ετερογένεια στην κλινική εμφάνιση της νόσου δεν επιτρέπει την ακριβή πρόγνωση της νόσου ώστε να δικαιολογείται διακοπή της κύησης επί θετικού προγεννητικού ελέγχου.