Αρχική Σελίδα
ΣΥΝΘΕΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Αρχική Σελίδα I Συχνές Ερωτήσεις I Χρήσιμες Συνδέσεις I Site Map I Επικοινωνία
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΝΕΦΡΟΥ     ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 
Αποστολή με emailΕκτυπώσιμη μορφή
ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ

Πείτε μας τη γνώμη σας για το νέο site του Νεφρολογικού Ιατρείου Πάτρας

Πολύ καλό
Καλό
Χρειάζεται βελτιώσεις
ΔΞ / ΔΑ
ANATOMIA NEΦΡΟΥ

Μακροσκοπική Ανατομία

Τα ώριμα νεφρά κείνται οπισθοπεριτοναϊκά στην οσφυϊκή χώρα, εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης στο ύψος του 12ου θωρακικού - μέχρι του 3ου οσφυϊκού σπονδύλου (εικόνα 1). Στον ενήλικα ο δεξιός νεφρός βρίσκεται κατά κανόνα, μισό σπόνδυλο χαμηλότερα του αριστερού. Ο νεφρός του ενήλικα έχει βάρος μεταξύ 115-170 g και μέγεθος 11Χ6Χ2,5 cm  (μήκος - πλάτος - πάχος). Το βάρος του νεφρού σχετίζεται με την επιφάνεια του σώματος. Ο αριστερός νεφρός είναι συνήθως μεγαλύτερος του δεξιού, αλλά και οι δύο περιβάλλονται από απαστράπτουσα σκληρή περιτονία.

ΕΙΚΟΝΑ 1

n1_F13697.jpg 

Η θέση των νεφρών, σχηματικά, σε  επιμήκη διατομή

Μεσαία διατομή κατά μήκος του νεφρού, αποκαλύπτει δύο διαφορετικών αποχρώσεων περιοχές , την εσωτερική σκούρα (μυελός) και την περιβάλλουσα αυτήν εξωτερική ανοιχτόχρωμη (φλοιός).

Ο ανθρώπινος νεφρός έχει μια πολυθηλώδη διαμόρφωση (εικόνα 2). Ο μυελός διαιρείται σε 8 - 18 κωνικές λωρίδες, τις επονομαζόμενες πυραμίδες. Οι βάσεις των πυραμίδων φθάνουν μέχρι τη συνοριακή περιοχή του φλοιού με τον μυελό. Η κορυφή κατευθύνεται προς την πύελο στην οποία εισέρχεται σχηματίζοντας τις νεφρικές θηλές.

ΕΙΚΟΝΑ 2

n2_F13726.jpg

Γειτονικές νεφρικές θηλές ενώνονται και σχηματίζουν τους ελάσσονες κάλυκες, που με τη σειρά τους οι τελευταίοι συνενούμενοι δημιουργούν τους τρείς μείζονες κάλυκες. Τέλος, η συνένωση των τριών μειζόνων καλύκων, σχηματίζει την νεφρική πύελο.

Η κορυφή κάθε θηλής διαθέτει μικρές οπές, οι οποίες σχηματίζουν το απώτερο τέλος των αθροιστικών σωληναρίων (Bellini).

Ο φλοιός επεκτείνεται και καταλαμβάνει τους χώρους μεταξύ των πυραμίδων, σχηματίζοντας τις στήλες του Bertini. Οι στήλες αυτές είναι προσεκβολές του νεφρικού φλοιού που φθάνουν μέχρι της νεφρικής πυέλου.

Λεπτή ανατομική υφή νεφρού - ανατομία νεφρώνα

Κάθε νεφρός αποτελείται από 1 εκατομμύριο περίπου νεφρώνες, οι οποίοι αποτελούν την μικρότερη ανεξάρτητη ανατομική και λειτουργική μονάδα του νεφρού. Μεταξύ των  νεφρώνων αυτών παρεμβάλλεται ο διάμεσος νεφρικός ιστός.

 Ο νεφρώνας αποτελείται από το νεφρικό σωμάτιο ή σωμάτιο του Bowman και από ένα σωληναριακό τμήμα που ξεκινά από το νεφρικό σωμάτιο (εικόνα 3). Το νεφρικό σωμάτιο αποτελείται από το σπείραμα και ένα επιθηλιακό έλυτρο την κάψα Bowman. Τα νεφρικά σωμάτια βρίσκονται αποκλειστικά στο νεφρικό φλοιό και προσδίδουν σε αυτόν τη χαρακτηριστική κοκκώδη εμφάνισή του.

ΕΙΚΟΝΑ 3

n3_F13743.jpg

                   Τα τμήματα του νεφρώνα

Το σωληναριακό τμήμα αποτελείται από το εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο (σωληνάριο Α τάξης), την αγκύλη του Henle, με το ανιόν και το κατιόν σκέλος της, το άπω εσπειραμένο σωληνάριο (σωληνάριο Β τάξης) και το αθροιστικό σωληνάριο. Σε κάθε αθροιστικό σωληνάριο εκβάλλουν περισσότεροι από ένας νεφρώνες μέσω του συνδετικού σωληναρίου που αποτελεί επέκταση του άπω εσπειραμένου σωληναρίου. Γειτονικά αθροιστικά σωληνάρια στη συνέχεια συναθροίζονται και εκβάλλουν στις νεφρικές θηλές.     

Ανάλογα με τη θέση των νεφρικών σωματίων στο φλοιό διακρίνονται τρεις κατηγορίες νεφρώνων:

  • Επιφανειακοί φλοιώδεις νεφρώνες: στην περίπτωση αυτή τα νεφρικά σωμάτια βρίσκονται εξωτερικά (προς τη νεφρική κάψα)
  • Μεσοφλοιώδεις νεφρώνες: τα νεφρικά σωμάτια των νεφρώνων αυτών βρίσκονται στο μέσο του νεφρικού φλοιού
  • Παραμυελώδεις νεφρώνες: τα νεφρικά σωμάτια των νεφρώνων αυτών βρίσκονται στην παραμυελώδη περιοχή, δηλαδή στην περιοχή μετάπτωσης του φλοιού στο μυελό.

Το χαρακτηριστικό των παραμυελωδών νεφρών είναι ότι οι αγκύλες του Henle είναι μακριές και πορεύονται βαθιά μέχρι τις νεφρικές θηλές. Αντίθετα οι επιφανειακοί νεφρώνες έχουν βραχείς αγκύλες που πορεύονται μέχρι τον έξω μυελό ή το αρχικό τμήμα του έσω μυελού. Τέλος οι μεσοφλοιώδεις νεφρώνες μπορεί να έχουν τόσο μακριές όσο και βραχείς αγκύλες.

Νεφρικό σωμάτιο

Το νεφρικό σωμάτιο, όπως αναφέρθηκε, αποτελείται από το σπείραμα και ένα επιθηλιακό έλυτρο, την κάψα του Bowman (εικόνα 4). Το σπείραμα αποτελείται από ένα θύσανο τριχοειδικών αγκυλών οι οποίες ξεκινούν από το προσαγωγό αρτηρίδιο. Για να αντιληφθούμε την ανατομική σχέση σπειράματος και κάψας του Bowman, ας φανταστούμε το σπείραμα σαν μια γροθιά που βυθίζεται σε ένα μπαλόνι ( κάψα του Bowman), χωρίς να φτάνει στην απέναντι πλευρά του μπαλονιού. Στην πλευρά που το σπείραμα βυθίζεται στην κάψα του Bowman βρίσκεται ο αγγειακός πόλος του σπειράματος, όπου εισέρχεται το προσαγωγό αρτηρίδιο και από όπου εξέρχεται το απαγωγό αρτηρίδιο, το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση των τριχοειδικών αγκυλών. Στην απέναντι πλευρά από τον αγγειακό πόλο και καθώς το σπείραμα δεν φτάνει μέχρι αυτή, σχηματίζεται ένας χώρος εντός του νεφρικού σωματίου, ο ουροφόρος χώρος ή χώρος του Bowman. Ο ουροφόρος χώρος υποδέχεται το σπειραματικό διήθημα και από αυτόν ξεκινά το σωληναριακό τμήμα του νεφρώνα.

Λόγω της εισχώρησης του σπειράματος, η κάψα του Bowman χωρίζεται σε δύο πέταλα. Το περισπλάχνιο πέταλο που έρχεται σε επαφή με τις σπειραματικές αγκύλες και το περίτονο πέταλο που περιβάλλει το νεφρικό σωμάτιο (εκτός από την περιοχή του αγγειακού πόλου).

Το περίτονο πέταλο της κάψας του Bowman αποτελείται από πλατιά πλακώδη επιθηλιακά κύτταρα. Το περισπλάχνιο πέταλο αποτελείται από ένα ιδιαίτερο τύπο επιθηλιακών κυττάρων υψηλής διαφοροποίησης, τα ποδοκύτταρα που φέρουν εκβλαστήσεις, τις ποδοειδείς εκβλαστήσεις. Οι ποδοειδείς εκβλαστήσεις γειτονικών ποδοκυττάρων διαπλέκονται μεταξύ τους και καλύπτουν εσωτερικά το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του ενδοθηλίου των σπειραματικών τριχοειδών με την παρεμβολή της σπειραματικής βασικής μεμβράνης. Οι τρεις αυτές στοιβάδες (ενδοθήλιο-βασική μεμβράνη-σπλαχνικό επιθήλιο) αποτελούν την επιφάνεια διήθησης του νεφρικού σωματίου.

Η επιφάνεια του ενδοθηλίου που δεν καλύπτεται από το σπλαχνικό επιθήλιο  έρχεται σε επαφή με το μεσάγγειο. Το μεσάγγειο βρίσκεται μεταξύ των σπειραματικών τριχοειδικών αγγυλών, αποτελείται από τα μεσαγγειακά κύτταρα και τη μεσαγγειακή θεμέλια ουσία και έχει ρόλο στηρικτικό για τις υπόλοιπες δομές του σπειράματος. Η μεσαγγειακή ουσία αποτελείται από κολλαγόνο τύπου IV, V και VI και περιέχει σημαντικές ποσότητες της γλυκοπρωτεΐνης fibronectin. Τα μεσαγγειακά κύτταρα είναι τροποποιημένα λεία μυϊκά κύτταρα με ικανότητα να συσπώνται, ενώ έχουν και φαγοκυτταρικές ικανότητες καθώς και ικανότητα παραγωγής συστατικών της εξωκυττάριας ουσίας. Ένα μικρό ποσοστό των μεσαγγειακών κυττάρων (3-7%) προέρχονται από το μυελό των οστών (μακροφάγα που έχουν διηθήσει το μεσάγγειο). Τα μεσαγγειακά κύτταρα συνδέονται με τη σπειραματική βασική μεμβράνη, είτε άμεσα είτε μέσω της μεσαγγειακής θεμέλιας ουσίας, με αποτέλεσμα η συστολή τους να επηρεάζει τη μορφολογία της επιφάνειας διήθησης. Εκτός από στηρικτικό ρόλο, δηλαδή, τα μεσαγγειακά κύτταρα έχουν και λειτουργικό ρόλο στις διαδικασίες ρύθμισης της σπειραματικής διήθησης.

ΕΙΚΟΝΑ 4

n4_F13759.jpg

Το νεφρικό σωμάτιο σχηματικά (πάνω αριστερά), η διαμόρφωση των ποδοκυττάρων στο χώρο (πάνω δεξιά) και οι τρεις στοιβάδες της επιφάνειας διήθησης (κάτω εικόνα).

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΔΙΗΘΗΣΗΣ

Όπως αναφέρθηκε, η επιφάνεια διήθησης αποτελείται από τρεις στοιβάδες:

  • Ενδοθήλιο
  • Τη σπειραματική βασική μεμβράνη
  • Το σπλαχνικό επιθήλιο της κάψας του Bowman.

Το σπειραματικό ενδοθήλιο αποτελείται από μεγάλα επίπεδα ενδοθηλιακά κύτταρα. Πρόκειται για θυριδωτό ενδοθήλιο χωρίς διαφράγματα, ώστε να δημιουργούνται οι απαραίτητοι για τη διέλευση του διηθήματος πόροι. Η κυτταρική μεμβράνη των ενδοθηλιακών κυττάρων περιέχει υψηλή συγκέντρωση πολυανιονικών γλικοπρωτεϊνών (κυρίως ποδοκαλυξίνη) που προσδίδουν αρνητικό φορτίο σε αυτή.

Η σπειραματική βασική μεμβράνη παράγεται από το σπλαχνικό επιθήλιο και αποτελείται από κολλαγόνο τύπου IV, γλυκοπρωτεϊνες (λαμινίνη και εντακτίνη) και πρωτεογλυκάνες (θειϊκή ηπαράνη). Το κολλαγόνο τύπου IV αποτελείται κυρίως από α3, α4 και α5 αλύσους. Σε μεταλλάξεις των αλύσων αυτών που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα της βασικής μεμβράνης οφείλεται το σύνδρομο Alport. Η λαμινίνη συνδέεται με το κολλαγόνο μέσω της εντακτίνης και με τα επιθηλιακά και ενδοθηλιακά κύτταρα μέσω ιντεγκρινών, συμβάλλοντας στη στήριξη των δομών της επιφάνειας διήθησης. Η θειϊκή ηπαράνη είναι πολυανιονική πρωτεολυκάνη που προσδίδει αρνητικό φορτίο στη βασική μεμβράνη.

Το σπλαχνικό επιθήλιο της κάψας του Bowman σχηματίζεται από τις ποδοειδείς εκβλαστήσεις των ποδοκυττάρων. Μεταξύ των εκβλαστήσεων σχηματίζονται σχισμές που καλύπτονται μερικώς από διάφραγμα. Έτσι δημιουργούνται πόροι (διαμέτρου περίπου 4 nm) για τη διέλευση του διηθήματος. Η κυτταρική μεμβράνη στην περιοχή των πόρων περιέχει πρωτεογλυκάνες (όπως η ποδοκαλυξίνη) που της προσδίδουν αρνητικό φορτίο.

Η επιφάνεια διήθησης παρουσιάζει δύο ειδών φραγμούς στη διήθηση ουσιών:

Φραγμό μεγέθους: ο φραγμός αυτός εξασφαλίζει μειωμένο ρυθμό διήθησης για ουσίες μεγαλομοριακές, με διάμετρο μεγαλύτερη από αυτή των πόρων της επιφάνειας διήθησης. Αντίθετα το νερό, τα ιόντα και οι μικρομιοριακές ουσίες διηθούνται ελεύθερα.

Φραγμό φορτίου: με το φραγμό αυτό επιτυγχάνεται μειωμένος ρυθμός διήθησης για αρνητικά φορτισμένες ουσίες, λόγω των αρνητικά φορτισμένων μορίων που υπάρχουν και στις τρεις στοιβάδες της επιφάνειας διήθησης όπως αναφέρθηκε. Έτσι η αλβουμίνη παρότι έχει διάμετρο μικρότερη των πόρων της επιφάνειας διήθησης συγκρατείται στο πλάσμα λόγω του αρνητικού της φορτίου.

Λόγω της ύπαρξης των φραγμών διήθησης, οι πρωτεΐνες διηθούνται με πολύ αργό ρυθμό. Η συνολική ημερήσια ποσότητα διηθήματος (180 λίτρα) φυσιολογικά περιέχει μόνο 1-2 γραμμάρια πρωτεΐνης. Το ποσό αυτό επαναρροφάται σχεδόν πλήρως από τα σωληναριακά κύτταρα του εγγύς εσπειραμένου σωληναρίου και το τελικό ποσό πρωτεΐνης στα ούρα είναι μικρότερο από 150 mg/ημέρα. Αύξηση του λευκώματος ούρων (πρωτεϊνουρία) μπορεί να δημιουργηθεί σε:

  • Βλάβη του φραγμού μεγέθους της διηθητικής μεμβράνης
  • Βλάβη του φραγμού φορτίου της διηθητικής μεμβράνης
  • Βλάβη στη σωληναριακή επαναρρόφηση των πρωτεϊνών
  • Αύξηση του φορτίου διήθησης των πρωτεϊνών

Σε κάθε περίπτωση διαφορετικές πρωτεΐνες εμφανίζονται στα ούρα και η μελέτη τους μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση του μηχανισμού πρόκλησης της πρωτεϊνουρίας.

Σωληνάριο Α τάξης

Το εγγύς ή σωληνάριο Α τάξης διακρίνεται σε εσπειραμένο τμήμα, που αποτελεί τη συνέχεια του ουροφόρου χώρου, και σε ευθύ τμήμα που καταδύεται προς το νεφρικό μυελό και συνεχίζεται στο κατιόν σκέλος της αγκύλης του Henle.

Το τοίχωμά του είναι το παχύτερο από τα άλλα σωληναριακά τμήματα και τα κύτταρά του περιέχουν άφθονα οργανίλια, κυρίως  μιτοχόνδρια στην πλαγιοβασική επιφάνειά τους, λόγω των ενεργητικών διαδικασιών μεταφοράς που συμβαίνουν στα κύτταρα αυτά.

Η αυλική επιφάνεια εμφανίζει μικρολάχνες οι οποίες σχηματίζουν την ψυκτροειδή παρυφή και με τον τρόπο αυτό αυξάνεται σημαντικά η λειτουργική επιφάνεια των σωληναρίων αυτών, ώστε να επιτελούνται αποτελεσματικότερα οι διαδικασίες απορρόφησης. Σε αυτό το τμήμα του σωληναρίου, άλλωστε, επαναρροφάται το μεγαλύτερο ποσοστό του σπειραματικού διηθήματος όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.

Αγκύλη του Henle

Η αγκύλη του Henle αποτελείται από ένα λεπτό κατιόν και ένα παχύ ανιόν σκέλος που πορεύονται παράλληλα. Στις μακριές αγκύλες (από τους παραμυελώδεις νεφρώνες) διακρίνεται και ένα λεπτό ανιόν σκέλος στη μυελώδη πλευρά του ανιόντος. Τα δύο σκέλη της αγκύλης έχουν εκτός από μορφολογικές και λειτουργικές διαφορές. Έτσι το κατιόν είναι αδιαπέραστο σε ιόντα και διαπερατό στο νερό ενώ το αντίθετο συμβαίνει στο ανιόν. Οι διαφορές αυτές σε συνδυασμό με την παράλληλη πορεία τους έχουν κριτική σημασία στη λειτουργία των πολλαπλασιαστικών παλίνδρομων ρευμάτων που συμμετέχουν στη διαδικασία συμπύκνωσης και αραίωσης των ούρων.

Το τελευταίο τμήμα του ανιόντος σκέλους (ακριβώς πριν τη μετάπτωση στο άπω εσπειραμένο) έρχεται σε στενή επαφή με το προσαγωγό και απαγωγό αρτηρίδιο και τα κύτταρά του έχουν ιδιαίτερη μορφολογία σχηματίζοντας την πυκνή κηλίδα.

Σωληνάριο Β τάξης (άπω εσπειραμένο σωληνάριο)

Το άπω εσπειραμένο σωληνάριο είναι μικρότερο σε μήκος από το εγγύς και δεν παρουσιάζει τη χαρακτηριστική ψυκτροειδή παρυφή. Διαθέτει όμως αρκετά μιτοχόνδρια, ενδεικτικά αυξημένης ενεργητικής δραστηριότητας μεταφοράς ουσιών.

Αθροιστικά σωληνάρια

Τέσσερα τμήματα αθροιστικών σωληναρίων αναγνωρίζονται: τα συνδετικά σωληνάρια, τα φλοιώδη αθροιστικά, τα έξω μυελώδη αθροιστικά και τα έσω μυελώδη αθροιστικά. Χαρακτηριστικό των φλοιωδών και έξω μυελωδών σωληναρίων είναι η παρουσία τρειών διαφορετικών κυτταρικών τύπων σε αυτά (αντίθετα σε όλα τα άλλα τμήματα των σωληναρίων ανευρίσκεται ένας κυτταρικός τύπος). Έτσι διακρίνουμε τα κύρια κύτταρα, τα εμβόλιμα τύπου Α και τα εμβόλιμα τύπου Β. Οι διαφορετικοί αυτοί κυτταρικοί τύποι έχουν και διαφορετικές λειτουργικές ιδιότητες λόγω των διαφορετικών διαύλων ιόντων που περιέχουν. Έτσι τα κύρια κύτταρα συμμετέχουν στην επανναρόφηση νατρίου και την απέκκριση καλίου ευρισκόμενα υπό την ρυθμιστική επίδραση της αλδοστερόνης, τα εμβόλιμα τύπου Α στην απέκκριση υδρογονοκατιόντων και τη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας και τα εμβόλιμα τύπου Β στην απέκκριση διττανθρακικών με τη σύγχρονη επαναρρόφηση χλωρίου.

ΝΕΦΡΙΚΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Οι νεφροί αν και αποτελούν το 0.5% της συνολικής σωματικής μάζας, δέχονται το 20% της καρδιακής παροχής, έχουν δηλαδή 40 φορές μεγαλύτερη αιμάτωση από τη μέση αιμάτωση των λοιπών οργάνων του ανθρώπου.

 Η αιμάτωση κάθε νεφρού συνήθως επιτελείται από μία κύρια νεφρική αρτηρία η οποία προέρχεται από την κοιλιακή αορτή. Δεν είναι σπάνιες βέβαια ανατομικές παραλλαγές, όπου υπάρχουν περισσότερες από μία κύριες νεφρικές αρτηρίες (εικόνα 5).

ΕΙΚΟΝΑ 5

n5_F13788.jpg

                              ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΝΕΦΡΙΚΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΣ

Η κύρια νεφρική αρτηρία χωρίζεται σε πρόσθιο και οπίσθιο κλάδο ενώ ο πρόσθιος κλάδος χωρίζεται σε τμηματικές αρτηρίες (συνήθως 3 με 4). Όλες οι προαναφερθείσες αρτηρίες είναι τελικές, δεν αναστομώνονται δηλαδή μεταξύ τους, και η απόφραξή τους οδηγεί σε ισχαιμική νέκρωση του αντίστοιχου νεφρικού ιστού. Σπάνια, σε πολύ σταδιακή εγκατάσταση της αρτηριακής απόφραξης δίδεται ο χρόνος σχηματισμού παράπλευρης αγγείωσης πχ από επινεφριδιακά αγγεία, που επιτρέπει τη βιωσιμότητα, όχι όμως και τη λειτουργικότητα του αποφραγμένου νεφρικού ιστού.

Από τις τμηματικές αρτηρίες ξεκινούν   οι μεσολόβιες αρτηρίες οι οποίες πορεύονται κατά μήκος των στηλών του Bertini μεταξύ των νεφρικών πυραμίδων. Από αυτές εκφύονται οι τοξοειδείς αρτηρίες, στο ύψος της φλοιο-μυελώδους συμβολής, οι οποίες πορεύονται κατά μήκος αυτής και δίνουν γένεση στις μεσολοβίδιες αρτηρίες που διασχίζουν το φλοιό με κατεύθυνση προς τη νεφρική κάψα. Κατά την πορεία  αυτή και σε όλα τα επίπεδα του φλοιού από τις τοξοειδείς αρτηρίες εκφύονται τα προσαγωγά αρτηρίδια των σπειραμάτων από τα οποία αρχίζει η σπειραματική κυκλοφορία (εικόνα 6).

ΕΙΚΟΝΑ 6

n6_F13808.jpg

Νεφρική κυκλοφορία (αρτηριακή και φλεβική). Διακρίνονται η κύρια νεφρική αρτηρία (1), ο πρόσθιος (2) και οπίσθιος (3) κλάδος της, οι τμηματικές (4), μεσολοβίδιες (5) και τοξοειδείς (6) αρτηρίες (με κόκκινο) και φλέβες (με μπλε χρώμα).

 Τα σπειραματικά τριχοειδή είναι μοναδικά καθώς υπάρχουν αγγεία αντίστασης (προσαγωγό και απαγωγό αρτηρίδιο) τόσο πριν όσο και μετά από αυτά. Το προσαγωγό αρτηρίδιο είναι το κύριο σημείο ρύθμισης των προσπειραματικών αντιστάσεων. Εισερχόμενο στην κάψα του Bowman χωρίζεται σε άφθονα τριχοειδή, τα οποία συμμετέχουν όπως αναφέρθηκε στη δημιουργία της επιφάνειας διήθησης. Το απαγωγό αρτηρίδιο είναι μικρότερο σε μήκος από το προσαγωγό, αλλά λόγω του μικρού του εύρους προβάλλει σημαντική αντίσταση στη νεφρική ροή. Εξέρχεται του σπειράματος και χωρίζεται σε περισωληναριακά τριχοειδή που τροφοδοτούν τα νεφρικά σωληνάρια. Τα απαγωγά αρτηρίδια του έσω φλοιού δίνουν γένεση στα ευθέα αγγεία τα οποία κατευθύνονται προς τον έσω μυελό μέχρι τις νεφρικές θηλές. Εκτός από το ρόλο τους στην αιμάτωση του έσω μυελού, συμμετέχουν στο μηχανισμό συμπύκνωσης των ούρων, όπως θα αναφερθεί.

ΠΑΡΑΣΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΥΣΚΕΥΗ

Κατά την εισοδό του στο σπείραμα το προσαγωγό αρτηρίδιο έρχεται σε στενή επαφή με το παχύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle, ενώ συγχρόνως περιβάλλεται από εξωσπειραματικά μεσαγγειακά κύτταρα. Στο σημείο αυτό τα λεία μυϊκά κύτταρα του προσαγωγού αρτηριδίου χάνουν τις συσπαστικές τους ιδιότητες ενώ εμφανίζουν εκκριτικά κοκκία που εκκρίνουν ρενίνη (κοκκώδη κύτταρα). Τα επιθηλιακά κύτταρα του ανιόντος σκέλους της αγκύλης του Henle στο σημείο αυτό έχουν ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά, σχηματίζοντας την πυκνή κηλίδα.

ΕΙΚΟΝΑ 7

n7_F13831.jpg

Η παρασπειραματική συσκευή, σχηματικά.

Η πυκνή κηλίδα, τα κοκκώδη κύτταρα και τα εξωσπειραματικά μεσαγγειακά κύτταρα αποτελούν την παρασπειραματική συσκευή. Ο ρόλος της παρασπειραματικής συσκευής είναι η λειτουργική σύνδεση μεταξύ της σύστασης του σωληναριακού υγρού, του τόνου του προσαγωγού αρτηριδίου και του ρυθμού έκκρισης ρενίνης.

ΜΥΕΛΩΔΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

Ενώ ο φλοιός χρειάζεται πολύ μεγάλη αιμάτωση για να επιτυγχάνεται αποτελεσματική σπειραματική διήθηση, η αιματική ροή στο μυελό πρέπει να είναι περιορισμένη για να μην απομακρύνονται οι ουσίες της μυελώδους μοίρας που χρειάζονται για τη συμπύκνωση των ούρων. Έτσι η μυελώδης ροή είναι το 10% περίπου της φλοιώδους. Το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτή περιορίζεται στον έξω μυελό όπου η αιμάτωση του εγγύς εσπειραμένου και του παχέος ανιόντος  σκέλους της αγκύλης του Henle πρέπει να είναι μεγάλη λόγω της ενεργητικής μεταφοράς ουσιών που επιτελείται στα τμήματα αυτά των σωληναρίων.

Ο έσω μυελός αιματώνεται από τα ευθέα αγγεία τα οποία πορεύονται προς τη νεφρική θηλή και στη συνέχεια επιστρέφουν, πορευόμενα παράλληλα προς τα κατιόντα σκέλη τους, προς τον έξω μυελό σχηματίζοντας αγκύλη (εικόνα 8).

ΕΙΚΟΝΑ 8

n8_F13854.jpg

Η παράλληλη πορεία των ευθέων αγγείων και των σκελών της αγκύλης του Henle.

Η παράλληλη πορεία των κατιόντων με τα ανιόντα σκέλη των ευθέων αγγείων, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη πορεία των σκελών της αγκύλης του Henle, επιτρέπει παλίνδρομες ανταλλαγές ουσιών και τη  διατήρηση υψηλής ωσμωτικότητας στο μυελό, προϋποθέσεις απαραίτητες για την επιτυχή συμπύκνωση των ούρων.

ΝΕΦΡΙΚΕΣ ΦΛΕΒΕΣ

Σε αντίθεση με τις αρτηρίες οι νεφρικές φλέβες αναστομώνονται σε σημαντικό βαθμό μεταξύ τους. Επίσης ο νεφρικός φλοιός αποχετεύεται από φλέβες που οδεύουν υποκάψια. Συνήθως υπάρχει μία κύρια νεφρική φλέβα που εκβάλλει στην κάτω κοίλη φλέβα, αν και δεν είναι σπάνιες ανατομικές παραλλαγές. Η απόφραξη της νεφρικής φλέβας σπάνια απειλεί τη βιωσιμότητα του νεφρικού παρεγχύματος, λόγω δημιουργίας παράπλευρων δρόμων αποχέτευσης